- ευμενία
- εὐμενία, ἡ (Α) [ευμενής]ποιητ. τ. τού ευμένεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐμενία — εὐμενίᾱ , εὐμένεια goodwill fem nom/voc/acc dual εὐμενίᾱ , εὐμένεια goodwill fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμενίᾳ — εὐμενίᾱͅ , εὐμένεια goodwill fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμενίας — εὐμενίᾱς , εὐμένεια goodwill fem acc pl εὐμενίᾱς , εὐμένεια goodwill fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμενίαν — εὐμενίᾱν , εὐμένεια goodwill fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευμένεια — η (ΑΜ εὐμένεια, Α ποιητ. τ. εὐμενία) [ευμενής] ευνοϊκή, αγαθή διάθεση, καλή πρόθεση, εύνοια («φιλόδωρος εὐμενείας, ἄδωρος δυσμενείας», Πλατ.) αρχ. 1. ευσέβεια (ἡ πρὸς τὸ θεῑον εὐμένεια», Θουκ.) 2. (για οσμή) γλυκύτητα, ευαρέσκεια 3. φρ. α) «ἐπ… … Dictionary of Greek